- σανκουλί
- το, Νάκλ. είδος λεπτού, αραιού και αρκετά κολλαριστού υφάσματος το οποίο τοποθετείται στο εσωτερικό ενδύματος και χρησιμεύει για τη στερέωση τών περιλαιμίων, τών γιακάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagulum, -i (< sagum, -i «χοντρό πανωφόρι, επιθωρακίδιο»)].
Dictionary of Greek. 2013.